ζάρι

ζάρι
Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα ονόμαζαν κύβους. Εφευρέτης τους ήταν ο Παλαμήδης, βασιλιάς της Ευβοίας. Δίδαξε τον τρόπο που παίζονται στους Έλληνες στην πολιορκία της Τροίας και προσέφερε κύβους στον ναό της θεάς Τύχης. Το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και οι Ινδοί. Στην αρχαία Αθήνα ήταν πολύ δημοφιλές, κυρίως στα συμπόσια. Στην κάθε πλευρά του κύβου υπήρχε ένας αριθμός, από το 1 έως το 6, μέσα σε έναν ή δύο κύκλους. Έριχναν στο τραπέζι δύο ή τρεις κύβους μέσα από ένα χωνί που λεγόταν πύργος, αφού πρώτα το ανακινούσαν καλά. Κέρδιζε εκείνος που έβγαζε το μεγαλύτερο άθροισμα. Οι τρεις εξάδες, που ήταν και το καλύτερο αποτέλεσμα, λέγονταν Αφροδίτη και οι τρεις μονάδες, που ήταν το χειρότερο, λέγονταν κύων. Τα κέντρα όπου έπαιζαν κύβους, τα αποκαλούσαν κυβεία. Στη μέση της αίθουσας υπήρχε ένα τραπέζι με την ονομασία τηλία. Γύρω από την τηλία κάθονταν ή στέκονταν όρθιοι αυτοί που συμμετείχαν. Ονομαστό ήταν το κυβείο, που βρισκόταν στην Αθήνα, στο ιερό της Σκιράδος Αθηνάς. Στη Ρώμη έπαιζαν κύβους ακόμα και οι αυτοκράτορες. Οι κύβοι, συνήθως, ήταν κατασκευασμένοι από κρύσταλλο με χρυσούς αριθμούς. Τελικά όμως απαγορεύτηκαν και επιτρέπονταν μόνο στα Σατουρνάλια (ρωμαϊκή γιορτή). Διάφοροι τύποι σύγχρονων ζαριών. Οι αρχαίοι Έλληνες τα ονόμαζαν κύβους.
* * *
το (Μ ζάρι και ζάριν και ἀζάριν και ἀζάριον)
1. μικρός κύβος, συν. ξύλινος ή κοκάλινος, τού οποίου οι έδρες είναι αριθμημένες από το 1 ώς το 6 και το οποίο χρησιμοποιείται για παιχνίδι
2. παιχνίδι με ζάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. az-zahar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ζαρί, Αλφρέντ — (Alfred Jarry, Λαβάλ, Μαγέν 1873 – Παρίσι 1907). Γάλλος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στη Ρενς εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γρήγορα επιδόθηκε σε μια ασύδοτη και εκκεντρική ζωή. Αφού σπατάλησε στο αλκοόλ… …   Dictionary of Greek

  • ζάρι — το ιού (λ. αραβ.) 1. μικρός κύβος με αριθμημένες τις έδρες του από 1 έως 6 με κουκκίδες, ο κύβος του ταβλιού. 2. τυχερό παιχνίδι: Τους έπιασαν να παίζουν τα ζάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Protereotita — Προτεραιότητα Studio album by Elena Paparizou Released August 25, 2004 (see release history) …   Wikipedia

  • βόλι — το (Μ βόλι[ο]ν) σφαίρα, βλήμα μσν. ζάρι κύβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. βόλος*] …   Dictionary of Greek

  • γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… …   Dictionary of Greek

  • εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”